ψυχοβιολογικός

ψυχοβιολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοβιολογία ή στον ψυχοβιολογισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοβιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοβιολογία ή στον ψυχοβιολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοβιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”